αἱμορραγικάς — αἱμορραγικά̱ς , αἱμορραγικός liable to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετεχικός — ή, ό, Ν φρ. «πετεχικός πυρετός» (κτην.) οξεία ή υποξεία τοξαιμική κατάσταση στα άλογα, που, εκτός τών άλλων συμπτωμάτων, εμφανίζει μικρά κόκκινα αιμορραγικά στίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. petechial (fever)] … Dictionary of Greek
υποϊνωδογοναιμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τού ινωδογόνου που περιέχεται στο αίμα, λόγω διαταραχής τής σύνθεσής του, λόγω μεγάλης κατανάλωσής του από ενδοαγγειακή πήξη ή λόγω ινωδογονολύσεως, φαινόμενο που προκαλεί αιμορραγικά σύνδρομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ.,… … Dictionary of Greek
επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ … Dictionary of Greek